μεσαύλι

μεσαύλι
το
-ιού, η μέση της αυλής: Το μεσαύλι είναι στρωμένο με βότσαλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεσαύλιο — και μεσαύλι, το (ΑM μεσαύλιον) το μέσο τής αυλής νεοελλ. 1. αυλή στη μέση κτηρίων που αποτελούν τετράγωνο, εσωτερική αυλή 2. ανατ. το μεσοθωράκιο μσν. αυλή εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μεσαύλιος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”